- αδυστύχητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε δυστύχησε: Χρόνια τώρα τον γνώριζε αδυστύχητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδυστύχητος — η, ο [δυστυχώ] αυτός που δεν δυστύχησε, δεν πέρασε δυστυχία στη ζωή του … Dictionary of Greek
αδυστύχιαστος — η, ο [δυστυχιάζω] ο αδυστύχητος … Dictionary of Greek
αδυστύχιστος — η, ο [δυστυχώ] ο αδυστύχητος … Dictionary of Greek
αδυστύχιωτος — η, ο [δυστυχιώνω] ο αδυστύχητος … Dictionary of Greek